Ο πλήρης έλεγχος του θυρεοειδούς αποτελείται από επιλεγμένες εξετάσεις ώστε να παρέχει μια ολοκληρωμένη ανάλυση του μεταβολισμού των θυρεοειδικών ορμονών. Πρόκειται για μια απλή εξέταση αίματος και περιλαμβάνει τον έλεγχο της κεντρικής ρύθμισης και δράσης του θυρεοειδούς αδένα, της παραγωγής και της έκκρισης των θυρεοειδικών ορμονών, της περιφερειακής μετατροπής των θυρεοειδικών ορμονών και επιπλέον τον έλεγχο της αυτοανοσίας έναντι του θυρεοειδούς.
Ο έλεγχος του θυρεοειδούς επιτρέπει τον εντοπισμό των πιο συχνών ανισορροπιών της λειτουργίας του αδένα που μπορεί να οδηγήσουν σε χρόνια νοσήματα.
Γιατί είναι απαραίτητος ο πλήρης έλεγχος του θυρεοειδούς;
Οι ορμόνες που παράγει ο θυρεοειδής ρυθμίζουν το επίπεδο του μεταβολισμού, την ανάπτυξη και την αναπαραγωγή σε όλα τα κύτταρα του ανθρώπινου οργανισμού. Αυτό σημαίνει ότι οι ιστοί και τα όργανα του σώματος, εξαρτώνται από το θυρεοειδή για να διατηρήσουν το μεταβολικό τους επίπεδο και να παραμείνουν υγιείς με την παραγωγή νέων κυττάρων.
Πολλοί άνθρωποι μπορεί να έχουν διαταραχές στον θυρεοειδή τους χωρίς να το γνωρίζουν, εξαιτίας της απουσίας συμπτωμάτων. Η μέτρηση μόνο της θυρεοειδικής ορμόνης (TSH), μπορεί να μην είναι αρκετή ή να είναι παραπλανητική σε ορισμένες καταστάσεις, όπως για παράδειγμα την θεραπεία της θυρεοτοξίκωσης, των διαταραχών της υπόφυσης ή σε όγκους που εκκρίνουν TSH. Σε αυτές και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, η αξιολόγηση των θυρεοειδικών ορμονών και των αντισωμάτων έναντι του θυρεοειδούς, μπορεί να βοηθήσει στη διάγνωση και να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα των θεραπευτικών παρεμβάσεων.
Ποιες εξετάσεις περιλαμβάνει ο έλεγχος του θυρεοειδούς;
Περιλαμβάνει τις εξής επιμέρους εξετάσεις:
• TSH (Θυρεοειδοτρόπος Ορμόνη)
Η μέτρηση της TSH στον ορό χρησιμοποιείται για την εκτίμηση της πιθανής δυσλειτουργίας του θυρεοειδούς αδένα και την ανίχνευση ήπιων μορφών (υποκλινικών) καθώς και ο εμφανών περιπτώσεων πρωτοπαθούς υπο-και υπερ-θυρεοειδισμού, για την παρακολούθηση των ασθενών με θεραπεία υποκατάστασης των θυρεοειδικών ορμονών, για την επιβεβαίωση της καταστολής της TSH σε ασθενείς με καρκίνο του θυρεοειδούς υπό θεραπεία καταστολής και για την πρόβλεψη της απόκρισης μετά από διέγερση με την ορμόνη απελευθέρωσης της θυρεοτρόπου ορμόνης.
• Ελεύθερη Τ4 (fT4, Ελεύθερη Θυροξίνη)
Η μέτρηση της ελεύθερης Τ4 χρησιμοποιείται κυρίως για την αξιολόγηση των διαταραχών της λειτουργίας του θυρεοειδούς αδένα συνήθως μαζί με τη μέτρηση της θυρεοτρόπου ορμόνης (TSH).
• Ελεύθερη Τ3 (fT3, Ελεύθερη Τριιωδοθυρονίνη)
Ο έλεγχος των ελεύθερων Τ4 και Τ3 αποτελεί τον έλεγχο του πραγματικά βιοδραστικού τμήματος των θυρεοειδικών ορμονών. Η μέτρηση αυτών των ορμονών μπορεί να προσδιορίσει όχι μόνο τον φανερό υπερ- και υπο-θυρεοειδισμό, αλλά ακόμη και τις οριακές υπο-κλινικές εκδηλώσεις της δυσλειτουργίας του θυρεοειδούς.
• Αντίστροφη Τ3 (rT3, Αντίστροφη Τριιωδοθυρονίνη)
Ο έλεγχος της αντίστροφης Τ3, τα επίπεδα της οποίας μπορεί να αυξηθούν όταν υπάρχει διαταραχή στην περιφερική μετατροπή της Τ4 στην ενεργό Τ3, είναι πολύ σημαντικός. Η ανισορροπία στην περιφερική μετατροπή των θυρεοειδικών ορμονών μπορεί να προκύψει από ελλείψεις σε θρεπτικά συστατικά, από έκθεση σε βαρέα μέταλλα, από επινεφριδιακό στρες, από ελλείψεις ενζύμων και σε άλλες χρόνιες παθήσεις.
• Αντισώματα αντι-TG (έναντι Θυρεοσφαιρίνης) και Αντισώματα αντι-TPO (έναντι Θυρεοειδικής Υπεροξειδάσης)
Ο έλεγχος των αντισωμάτων έναντι του θυρεοειδούς, εκτιμάει την αυτοάνοση αντίδραση και μπορεί να σχετίζεται με μεταβολικές ανωμαλίες και υποθυρεοειδισμό, ακόμα και όταν τα επίπεδα της TSH και της T4 είναι εντός φυσιολογικών ορίων. Τα επίπεδα αντισωμάτων έναντι του θυρεοειδούς μπορεί να αυξηθούν ως απάντηση σε τραύμα, σε εντερική δυσβίωση, σε φλεγμονή (συμπεριλαμβανομένης της θυρεοειδίτιδας) ή κατά τον προοδευτικό εκφυλισμό του θυρεοειδούς.